ψυχιατρικός

ψυχιατρικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχίατρο
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatrique (< ψυχή + ιατρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχιατρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική των ψυχοπαθειών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτισμός — Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”